ἀμελήσαντες

ἀμελήσαντες
ἀμελέω
—have no care for
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επεισκυκλώ — ἐπεισκυκλῶ, έω (Α) 1. στοιβάζω το ένα πάνω στο άλλο, συσσωρεύω («ὧν ἀμελήσαντες οἱ πολλοὶ τὰ μηδέν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῡσι», Λουκιαν.) 2. παθ. ἐπεισκυκλοῡμαι. εισάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκυκλώ «εισφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”